- διχόμυθος
- διχόμῡθος , διχόμυθοςdouble-speakingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διχόμυθος — διχόμυθος, ον (Α) 1. διφορούμενος, απατηλός («διχόμυθον νόημα») 2. δόλιος … Dictionary of Greek
διχόμυθ' — διχόμῡθα , διχόμυθος double speaking neut nom/voc/acc pl διχόμῡθε , διχόμυθος double speaking masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχόμυθον — διχόμῡθον , διχόμυθος double speaking masc/fem acc sg διχόμῡθον , διχόμυθος double speaking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
διχόμυθα — διχόμῡθα , διχόμυθος double speaking neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)